[Δείγμα συλλογής στίχων με θέμα την "πολιτεία" (και το βίο) της Αθήνας.
Στίχοι: TooMoon]
Μονάχα εκείνη (στην άρρωστη πόλη)
Άρρωστη πόλη
Σκουπίδια όλη
Με σάπιους δρόμους
Και μισές ανασκαφές
Είσαι βραχιόλι
Που φορούν στις φυλακές
Γκρίζο τοπίο
Σαν ορυχείο
Γεμάτο νόμους
Που ανάβουν τις φωτιές
Μαζεύεις κρύο
Και όλο χάνεις γειτονιές
Καμμένο δέρμα
Μόνο με κέρμα
Και για πιο λίγους
Θέλεις να παίρνεις εισπνοές
Όλα στο τέρμα
Τα ηχεία κι οι φωνές
[ρεφρέν]
Μόνο εκείνη
Ξυπνά τη μνήμη
Κι όλα θυμίζουν
Τα λουλούδια στις αυλές
Μονάχα εκείνη
Τους τοίχους σβήνει
Και σου προτείνει
Να γεμίσεις ζωγραφιές
Να ρθουν
Να ρθουν συνθέτες και βιολιά
Και να γραφτούν οι μουσικές
Για τα πιστόνια
Ν ακούγονται οι μηχανές
Σαν της αυγής τα αηδόνια
Να ρθουν ζωγράφοι από παντού
Να ρίξουν φως με πινελιές
Στο γκρι τοπίο
Να ναι οι τοίχοι πίνακες
Κι η πόλη μας μουσείο
Να ρθουν αρωματοποιοί
Ν αλλάξουν κάπως τις οσμές
Απ τα σκουπίδια
Να γίνουν οι χωματερές
Σωροί από λουλούδια
[ρεφρέν]
Ή να ρθεις πίσω πάλι εσύ
Όχι πως δε θα βλέπω
Όμως αν είμαστε μαζί
Την πόλη τούτη αντέχω
Πώς να γλυτώσουμε απ’ αυτό
Βγήκα προχθές στο Κολωνάκι για καφέ
Στου πολυάσχολου φραπέ την αποικία
Δυο δρόμους μόλις μακριά απ’ την πλατεία
Σ’ είδα που φόραγες της μόδας τα κλισέ
Εσύ κι η φίλη σου βρεθήκατε εκεί
Τα ίδια νέα σας να πείτε αφηρημένα
Σ’ ένα τραπέζι κολλητά δίπλα σε μένα
Θα ‘λεγε κάποιος πως καθόμασταν μαζί
Έψαχνα λόγο βολικό να συστηθώ
Όπως στις βιντεοκασέτες του ογδόντα
Μα εσύ με πρόλαβες και πέταξες μια σπόντα
Πως λιγουρεύτηκες μια τζούρα από στριφτό
Σου χαμογέλασα και πήγα για ρελάνς
Καθώς το έστριψα μονάχα μ’ ένα χέρι
Μου είπες “thanks” και πάνω που ‘πεφτε τ’ αστέρι
Κόπηκε άγαρμπα ετούτη η σεκάνς
Μ’ ένα τηλέφωνο μας πρόλαβε αυτός
Ο πρίγκιπάς σου που ναι βλέπεις και ζηλιάρης
Το ‘χετε κόψει και οι δυο μα εσύ φουμάρεις
Σε λίγο θα ’κλεινε γιατί ήταν βιαστικός
Παντού στην πόλη περπατούν περαστικοί
Στο κινητό μιλάν και όχι μεταξύ τους
Γυαλιά ηλίου και ζευγάρια στη σιωπή τους
Πώς να γλιτώσουμε απ’ αυτό εγώ κι εσύ;
Ουρανοξύστης
Ζω στον πιο ψηλό ουρανοξύστη
Κι έχω την ταράτσα του για σπίτι
Πάνω απ’ τη στενή ρυμοτομία
Τζάμπα ρετιρέ στην ευτυχία
Πίνω σα νερό την καταιγίδα
Κι είμαι χορτασμένος με ελπίδα
Όνειρα κι αστέρια από πάνω
Λίγο ακόμα θέλω και τα φτάνω
Σύννεφα οι έρωτες κι οι φίλοι
Πότε δράκοι μοιάζουν πότε σκύλοι
Στο ουράνιο τόξο μου κυλιέμαι
Έτσι αγαπώ και αγαπιέμαι
Κάτω εκεί
Στριμωγμένοι στης πόλης τους δρόμους
Και σκυφτοί
Στης στενής μας ζωής τους διαδρόμους
Μια στιγμή
Με ψυχή και ψηλά το κεφάλι
Μας αρκεί
Ουρανό να χορτάσουμε πάλι
Αστική μελαγχολία
Κάθε πρωί με τον καφέ ξυπνάνε
Μ΄ ένα τσιγάρο και μια μπουκιά στα βιαστικά
Χωρίς σκοπό για τη δουλειά τους πάνε
Καθώς περνάνε λεωφορεία αστικά
Οι πέντε μέρες στη δουλειά είναι σκυφτές
Τα σαββατόβραδα βουλιάζουν
Νύχτες ντυμένες για στιγμές μοναδικές
Που κατά βάθος μοιάζουν
Χωρίς λεφτά και πιο αργά σχολάνε
Είναι μονάδες κι είν΄ ο χρόνος κινητό
Με τη σιωπή τους το θυμό κρατάνε
Καθώς μετράνε το σταυρό τους σε μισθό
Χτίζονται οι μέρες κι οι ζωές σα φυλακές
Κι όλο ζητάνε να προφτάσουν
Ξένες αυλές οι κουρασμένες Κυριακές
Μέσα στο άγχος αν θα φτάσουν
Κάθε πρωί με τον καφέ ξυπνάνε
Μ΄ ένα τσιγάρο και μια μπουκιά στα βιαστικά
Βάφονται γκρι και πάλι ξεκινάνε
Να περπατάνε κάπως μελαγχολικά
[Αρχείο συλλογών: http://toomoonrecords.blogspot.com/2008_07_01_archive.html]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου